- επιδιαιτησία
- ηδιαιτησία σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδιαιτησία — η 1. η προσφυγή των ενδιαφερόμενων σε επιδιαιτητή (βλ. λ.) σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών. 2. η αμετάκλητη απόφαση του επιδιαιτητή, η διαιτησία του επιδιαιτητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδιαιτητικός — ή, ό [επιδιαιτητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδιαιτησία … Dictionary of Greek